«Αναπολώ τα περασμένα, όταν τον είχα κοντά μου. Ξημέρωνε και ένιωθα τον ήλιο δίπλα μου να μου ζεσταίνει την καρδιά και να φωτίζει τη ζωή μου. Βράδιαζε και έβλεπα το φωτεινό μου αστέρι να λάμπει σαν τον αυγερινό και να οδηγεί τα βήματά μου. “Ήλιε μου”, του έλεγα, “αστέρι μου γλυκό κι αγαπημένο”. Τώρα τίποτα. Ένα άδειασμα ψυχής μόνο. Παγωνιά, ερημιά και ένα σκοτάδι αφώτιστο, ανατριχίλα. Πώς να δεχτώ ότι ο ήλιος μου αυτός κι εκείνο το λαμπερό αστέρι μου βασίλεψαν για πάντα; Και αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια όλα αυτά που μου συμβαίνουν ή είναι ένα κακό, εφιαλτικό όνειρο… Είναι αλήθεια ότι το παιδί αυτό ήταν δικό μου, ότι έζησε μαζί μου και μου χάρισε τόση ευτυχία και χαρά, ή ήταν ένα όνειρο απατηλό, μια ψευδαίσθηση;»
«Oι οδυνηρές μνήμες που με δυνάστευαν σαν φαντάσματα μου γίνονται πια πιο οικείες. Τολμώ, μπορώ να τις αγγίξω, γεύομαι πια τη χαρμολύπη αυτών των αναμνήσεων, γιατί η καρδιά μου σκιρτά από πόνο και χαρά μαζί. Αυτά τα δύο θέλω να τα μοιραστώ μαζί σου, αναγνώστη».