«Πάμε να κλέψουμε άλογα». Αυτό είπε, καθώς στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού όπου περνούσα το καλοκαίρι με τον πατέρα μου. Ήμουν δεκαπέντε. Ήταν το 1948, αρχές Ιουλίου.
Ο φίλος του Τροντ εμφανιζόταν συχνά στο κατώφλι γεμάτος ιδέες για περιπέτειες για τους δυο τους. Αλλά εκείνο το πρωί θα αποδεικνυόταν διαφορετικό. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως ξέδομα με «δανεικά» άλογα τέλειωσε με τον Τροντ να πέφτει σε μια περίεργη κατάσταση θλίψης. Ο Τροντ θα μάθαινε σύντομα τι ήταν αυτό που τον έκανε να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση – ένα περιστατικό που σηματοδότησε την αρχή μιας σειράς γεγονότων και για τα δύο αγόρια.
Το βιβλίο εκτυλίσσεται στην ανατολική περιοχή της Νορβηγίας. Ο εξήντα επτά ετών Τροντ είχε εγκατασταθεί
σε ένα σπίτι στο δάσος, σε μια απομονωμένη περιοχή, για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του. Μια συνάντηση με τον μοναδικό γείτονά του, όμως, τον ανάγκασε να σκεφτεί για εκείνο το καλοκαίρι.
Μετάφραση από τα νορβηγικά
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
Το καλοκαiρι του 1948 ο Τροντ και ο πατέρας του μένουν σε μια καλύβα δίπλα σ’ ένα ποτάμι κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία. Ο Τροντ είναι δεκαπέντε χρονών. Οι εμπειρίες που θα βιώσει εκείνες τις βδομάδες θα αλλάξουν για πάντα τη ζωή του. Το μυθιστόρημα Κλέφτης Αλόγων είναι ένα βιβλίο-κόσμημα, γεμάτο εξυπνάδα, γοητεία και ρεαλισμό. Καταπιάνεται με ένα τραγικό και εξαιρετικά σοβαρό θέμα. Πρόκειται για ένα έργο ανείπωτης αξίας.