«Δημιουργήθηκε τότε μεγάλη ταραχή: όσοι δε συμμετείχαν στη συνωμοσία
τραβήχτηκαν προς τα πίσω, ριγώντας με όλο τους το κορμί, μην τολμώντας
να υπερασπιστούν τον Καίσαρα ούτε να φύγουν ούτε να προφέρουν έστω και
μία μόνο λέξη. Αυτή η στιγμή δισταγμού ήταν γρήγορη σαν τη σκέψη, γιατί
όλοι οι συνωμότες τράβηξαν τα σπαθιά τους και περικύκλωσαν τον Καίσαρα
με τέτοιο τρόπο, ώστε εκείνος, σε όποια πλευρά κι αν στράφηκε, δεν είδε
και δεν ένιωσε πάνω του παρά το σίδερο. Αλλά, χωρίς να αφήσει το
μαχαίρι του Κάσκα, πάλευε ανάμεσα σε όλα αυτά τα οπλισμένα χέρια, που
το καθένα τους ήθελε να πάρει μέρος στο φονικό και να γευτεί, ας πούμε,
το αίμα του, όταν ξαφνικά μεταξύ των φονιάδων του αναγνώρισε τον Βρούτο
και ένιωσε ότι εκείνος που αποκαλούσε γιο του τον χτυπούσε στο βουβώνα
με το μαχαίρι του.
»Τότε άφησε το σπαθί του Κάσκα και, χωρίς άλλη διαμαρτυρία εκτός από
τούτες τις λέξεις: Tu quoque, mi fili (κι εσύ, γιε μου!), χωρίς
να προσπαθήσει να αμυνθεί περισσότερο, σκέπασε το κεφάλι του με το
μανδύα του και εγκατέλειψε το σώμα του στα σπαθιά και στα μαχαίρια».
Γραμμένο με εξαιρετικό πάθος, αυτό το μυθιστόρημα που παρουσιάζει τη
βιογραφία του Ιουλίου Καίσαρα, η οποία δεν έχει επανεκδοθεί από το
1855-1856, αποτελεί ένα έξοχο δείγμα της λογοτεχνικής φλέβας του Δουμά,
ο οποίος, όποτε του δοθεί η ευκαιρία, μετατρέπει το ιστορικό γεγονός σε
έπος. Παρόλο που το βιβλίο Ιούλιος Καίσαρας διαβάζεται ευχάριστα
όπως ένα μυθιστόρημα, ο Δουμάς έχει σεβαστεί στο έργο του τις ιστορικές
πηγές που χρησιμοποιεί. Μέσα από τις σελίδες του συνειδητοποιούμε ότι ο
Αλέξανδρος Δουμάς, όντας παθιασμένος με την ιστορία, προσπαθεί να
παρουσιάσει εμπεριστατωμένα την προσωπικότητα του Καίσαρα, μιας από τις
εκπληκτικότερες φυσιογνωμίες της αρχαίας ιστορίας.