Ο ήχος των δελφινιών… ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ακούσει στη ζωή της.
Από εκείνη τη μέρα, η Θεοδώρα ήξερε! Από εκείνη τη στιγμή που πρόσεξε το βλέμμα μιας γυναίκας να τη σκεπάζει από ψηλά. Από την κορυφή του βράχου…
Λίγα χρόνια αργότερα, εκεί θα την οδηγούσαν τα βήματά της. Στο μοναστήρι της Παναγιάς της Ψυχοκρατούσας.
Εκεί όπου θα έδινε μορφή στο μεγάλο της όραμα…
Τρεις χούφτες θάλασσα θα τη χώριζαν από την αμμουδιά που γέννησε τον θρύλο, από τους αμπελώνες της Νήσου όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, πλάι στα δύο πρόσωπα που αγάπησε τόσο πολύ.
Το αχώριστο τρίγωνο. Έτσι τους έλεγαν όλοι.
Φίλιππος, οπαδός της αμφιβολίας και της αναζήτησης.
Σαπφώ, οπαδός της ζωής και του σήμερα. Εκείνη, οπαδός Του.
Μαζί γεύτηκαν τη ζεστασιά της φιλίας τους, τη δροσιά της αθωότητάς τους.
Μαζί έγιναν Θύματα Ενός Ονείρου Σιωπής και θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να αισθανθούν πως, τι κι αν κάποτε οι δρόμοι τους χώρισαν, οι πλευρές του τριγώνου που ζωγράφιζε η αγάπη τους θα ήταν για πάντα ενωμένες…
«Πόσες εικόνες να χωρέσει ένα δείλι; Ένας ψίθυρος είναι αρκετός για να σπάσει τη σιγαλιά, μα πόσοι χρειάζονταν για να αναστήσουν τους ήχους από τις θύμησες που έφερνε η αντηλιά τού τότε;
Ένα πέλαγος απλωνόταν μπροστά στα μάτια μας κι έφερνε μυρωδιές από σπασμένο σταφύλι μπλέκοντας τη γλύκα του με την αλμύρα των νερών του.
Δάκρυα από κρασί θα θόλωναν τα μάτια μας.
Ας έβλεπα, λοιπόν, τις αλλαγές μας.
Το πώς ήμασταν τότε, το πώς συνεχίσαμε, το πώς περπατήσαμε την απόσταση που άπλωσε ανάμεσά μας ο βράχος.
Ο γνωστός ήχος εξαφάνισε τη μορφή της Θεοδώρας τού σήμερα μεταφέροντάς με στην πραγματικότητα. Τόσο γνωστός ήχος κι όμως ποτέ οι τρεις μας δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε στη μίμησή του.
Πιου πρρρ πιου πρρρ, εγώ.
Πιπιπί κρρρρρρρ, η Σαπφώ.
Αού φςςςςςς, αού φςςςςς, η Θεοδώρα.
Τα δελφίνια άρχισαν να κάνουν κύκλους γύρω από τον απέναντι βράχο.
Αν ίσχυε αυτό που έλεγαν, ποιανού η ψυχή θα έφευγε σε λίγο;»