Στο βιβλίο Οι Μεγάλοι Έρωτες δε Φοράνε Νυφικό το παιχνίδι της σύμπτωσης και του απρόβλεπτου ανατρέπει τους κανόνες των σχέσεων, οι συνήθεις ρόλοι αναθεωρούνται, ο γάμος και ο έρωτας επαναπροσδιορίζονται.
Η σύζυγος ή η ερωμένη είναι η περισσότερο απατημένη στη «διπλή» ζωή ενός άντρα; Η «διπλή» αυτή ζωή περιλαμβάνει και τη γυναίκα των ερωτικών του φαντασιώσεων; Έχει πράγματι τόση «πολυκοσμία» ένας έρωτας;
Το προφανές κάποτε αποδεικνύεται μια τραγική φάρσα· κι εκεί, στη μέση της φάρσας, η Διώνη, η Σοφία, η Κυβέλη. Τρεις γυναίκες που η ζωή τους συναντιέται. Τρεις παράλληλες διαδρομές που σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν το ρολόι της ζωής σταματάει στο χρόνο του έρωτα, βρίσκονται αντιμέτωπες με το απίστευτο.
Εκεί υπάρχει ένας έρωτας που εξωτερικεύεται κι ένας έρωτας εσωτερικός. Εκεί υπάρχει ο άντρας των αναμνήσεων κι ο άντρας του παρόντος. Εκεί υπάρχει ο γελαστός έρωτας της ηδονής κι ο ποιητής έρωτας της υπέρβασης. Παντού υπάρχει κάθε φορά ο ίδιος άντρας που στοιχειοθετεί το απίστευτο.
«Βρέθηκα και πάλι σ’ ένα ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων για μια ολόκληρη βδομάδα. Ο Γιώργος ήξερε να παίρνει αυτό που θέλει. Η Σιμόνη ήξερε πως έπρεπε να τον σαγηνεύσει κι εγώ είχα καβαλήσει ένα ιλουστρασιόν όνειρο κι έτρεχα σαν τρελή προς το πουθενά. Επικίνδυνη κούρσα. Τελικά ούτε εγώ ούτε αυτή είχαμε τις απαραίτητες αντιστάσεις, ώστε να μην τον ερωτευτούμε. Μάλλον, για να είμαστε πιο ειλικρινείς, εγώ μέσα απ’ αυτή και εξαιτίας της τον ερωτεύτηκα. Μου άρεσε η εικόνα μου έτσι όπως του την πλάσαρε αυτή και στη συνέχεια με ξετρέλαινε η ερωτική επιθυμία που λαμπύριζε στα μάτια του. Σε κάθε ερωτόλογο κι ένας ιριδισμός. Γύρω από την κόρη εκείνου του ματιού αιωρούνταν χρυσά πέταλα. Ώρες ώρες, με θάμπωναν τόσο εκείνα τα χρυσά πέταλα, που ήθελα μόνο να κλείσω τα μάτια για να μην τυφλωθώ. Έμενα για λίγο βουτηγμένη στην ανάμνηση του χρυσού κι ύστερα, για μερικές στιγμές, το απόλυτο σκοτάδι, ένας μικρός θάνατος! Το χρώμα του έρωτα για μένα δεν ήταν μπλε, ήταν κεχριμπαρένιο και χρυσό».