Οι μάχες του Σαρανταπόρου και της Ελασσόνας σε συνδυασμό με το σύνολο των επιχειρήσεων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν προκαθόρισαν συνολικά τη νικηφόρα έκβαση του πρώτου βαλκανικού πολέμου.
Πέραν, όμως, του στρατιωτικού σκέλους, όπου αποδείχτηκε ότι η Ελλάδα δεν ήταν μόνο η ισχυρότερη ναυτική δύναμη της Βαλκανικής, αλλά και εξίσου ισχυρή σε χερσαίο επίπεδο, υπάρχουν και άλλες σοβαρότατες επιπτώσεις των μαχών αυτών.
Με τη νικηφόρα έκβαση των μαχών αυτών, πρώτον, ξεπεράστηκε εντελώς το σύνδρομο της ήττας του 1897, το οποίο, παρά το υψηλότατο ηθικό του στρατεύματος, εξακολουθούσε να υποβόσκει.
Επίσης, δεύτερον, αποδείχτηκε περίτρανα και στην πράξη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αλλόγλωσσων πληθυσμών –Βλάχων, Σλαυόφωνων, Τουρκόφωνων κ.λπ.– είχε ελληνική συνείδηση και φρόνημα.
Τέλος, τρίτον, καταδείχτηκε ότι μια μικρή χώρα, εφόσον έχει γνήσια εθνική και πατριωτική ηγεσία, μπορεί να ασκήσει αυτοδύναμη πολιτική, που να μην είναι αρεστή στις μεγάλες δυνάμεις, εκμεταλλευόμενη τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Ένα δίδαγμα που δυστυχώς δεν έλαβαν οι σημερινοί μνημονιακοί μειοδότες που κυβερνούν τη χώρα.
*******
Το ανά χείρας βιβλίο του Κ. Σαχινίδη αποτελεί συμβολή στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, διότι ακριβώς καταδεικνύει και υπογραμμίζει τη σημαντικότητα όλων αυτών των «παράπλευρων» απόψεων του θέματος, επιβεβαιώνοντας το γνωστό εκείνο ότι «πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής δι’ άλλων μέσων».
Συμβαίνει ο κ. Κ. Σαχινίδης να μην είναι ιστορικός, αλλά ως κοινωνιολόγος επιχειρεί με επιτυχία να κάνει κάτι που πολλοί «ακραιφνείς» ιστορικοί δεν είναι σε θέση να κάνουν: να διερευνήσει το πλέγμα των πολιτικοστρατιωτικών, οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών παραγόντων που διαμορφώνουν το ιστορικό γίγνεσθαι, εν προκειμένω της βαλκανικής αναμέτρησης.
Καθηγητής Βασίλης Φίλιας
Σεπτέμβριος 2013