Ο Ιάσονας Ανδρέου, μουσικός συμφωνικής ορχήστρας, εκτός από
τα έργα των μεγάλων συνθετών λατρεύει και τις αντίκες. Όταν στο πιο πρόσφατο
απόκτημά του, ένα πολύτιμο επιτραπέζιο ρολόι του 18ου αιώνα, ανακαλύπτει τυχαία
μια παρτιτούρα του Μότσαρτ συνοδευόμενη από μια μυστηριώδη επιστολή με την
υπογραφή του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αντιλαμβάνεται ότι κρατά στα χέρια του μια
υπέροχη μουσική σύνθεση. Αυτό που δεν μπορεί να υποψιαστεί είναι πως κινδυνεύει
η ζωή του, γιατί άθελά του έχει φέρει στο φως ένα εντυπωσιακό μυστικό αιώνων,
που κάποιοι θεωρούν πως πρέπει να μείνει κρυφό. Στην ίδια θέση βρίσκεται και η
Δέσποινα, η μόνη γυναίκα που αγάπησε, που ακριβώς εκείνη την περίοδο εμφανίζεται
ξανά, για να αναζωπυρώσει ένα μεγάλο έρωτα.
Οι πρωταγωνιστές μπαίνουν στο στόχαστρο μιας μυστικιστικής δαιδαλώδους σέκτας
που τους καταδιώκει, ενώ εκείνοι προσπαθούν να γλιτώσουν ταξιδεύοντας στην
Ευρώπη. Πασχίζουν να μείνουν ζωντανοί και παράλληλα να διαφυλάξουν το απίστευτο
εύρημά τους. Η αλήθεια, ωστόσο, που αναπόφευκτα αποκαλύπτεται κάποια στιγμή,
δημιουργεί αμφιβολίες για την αγάπη τους και τους φέρνει ενώπιον δραματικών αποκαλύψεων.
«Ο αέρας τού φάνηκε σαν μια αναπάντεχη αύρα ανακούφισης. Στο
μυαλό του στροβιλίζονταν όλες οι εικόνες. Η Δέσποινα ολοζώντανη μπροστά του και
ταυτόχρονα η μεγάλη ανακάλυψη. Ένιωθε μπερδεμένος και ταυτόχρονα ανεξήγητα
φοβισμένος. Κι ήταν παράξενο, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να πιστεύει με
βεβαιότητα πως το ρέκβιεμ ήταν πια ένα κομμάτι της δικής του ζωής και θα τον
επηρέαζε αποφασιστικά με έναν ακόμη ακαθόριστο τρόπο, ανατρέποντας τα πάντα.
Ακόμη και τη στιγμή που πρωτοδιάβασε την επιστολή του Μπαχ, αλλά και την
αλησμόνητη μοναδική φορά που έπαιξε τις σαράντα μία νότες, όλα ήταν πιο
ξεκάθαρα. Θα αφιερωνόταν στη μουσική αυτή με όποιο τρόπο χρειαζόταν για να γίνει
κτήμα της ανθρωπότητας η απίστευτη αίσθηση που δημιουργούσε το απόκοσμο άκουσμά της».