Η Ηλέκτρα έχει ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει μια γυναίκα:
νιάτα, ομορφιά, χρήματα, μια ενδιαφέρουσα κοινωνική ζωή. Δεν έχει, όμως, το
σημαντικότερο απ’ όλα: αγάπη. Το παρελθόν της, βουτηγμένο στη θλίψη και τη
μοναξιά, καθώς ποτέ δεν ένιωσε τη στοργή των γονιών της, της έχει διαμορφώσει
έναν ψυχρό και απόμακρο χαρακτήρα, όπου δεν υπάρχει καμιά χαραμάδα για να
εισχωρήσουν τρυφερά αισθήματα στην καρδιά της. Ώσπου τα πάντα ανατρέπονται στην
καλοκουρδισμένη ζωή της όταν θεωρείται ύποπτη για το φόνο της μητέρας της, στη
βίλα του δεύτερου συζύγου της τελευταίας, Κρίστιαν Πόρτερ, στη Χαλκιδική, ο
οποίος έχει βρει επίσης τραγικό θάνατο λίγο καιρό πριν.
Ο υπαστυνόμος Στέφανος Κάραλης καλείται να εξιχνιάσει το έγκλημα και βρίσκεται
όχι μόνο συναισθηματικά μπλεγμένος με την Ηλέκτρα, αλλά και μπερδεμένος σε μια
μεγάλη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας, στην οποία ένας μυστηριώδης βαρόνος σκοπεύει να
κλέψει τα ανεκτίμητα κειμήλια των μοναστηριών του Αγίου Όρους έχοντας
καταστρώσει ένα καταχθόνιο σχέδιο.
Σκοτεινά μυστικά και φαντάσματα του παρελθόντος αρχίζουν σιγά σιγά να έρχονται
στο φως και οι δύο ερωτευμένοι νέοι, παρασυρμένοι στα παιχνίδια της μοίρας, που
για κάποιο διάστημα τους κρατάει χωριστά, θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους
διεκδικώντας την ευτυχία.
«Η Ηλέκτρα έμεινε καρφωμένη στην ίδια θέση μέχρι που το
αυτοκίνητο εξαφανίστηκε στην επόμενη στροφή. Μετά ανέβηκε στο δωμάτιό της, πήρε
τα πράγματά της, πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε, κάνοντας όλα αυτά εντελώς
μηχανικά. Σταμάτησε το μοναδικό ταξί που περνούσε εκείνη την ώρα, αφήνοντας στα
κρύα του λουτρού τον άνθρωπο που είχε βάλει ο Εμίλ να την παρακολουθεί, και
ζήτησε από τον ταξιτζή να την πάει στο αεροδρόμιο. Ήθελε να φύγει όσο πιο μακριά
γινόταν από αυτή την πόλη που ξαφνικά έμοιαζε να την καταδιώκει, εχθρική και
παγωμένη. Μόνο η παγωνιά της ψυχής της μπορούσε να τη συναγωνιστεί, γιατί μέσα
σε λίγες ώρες είχε αναστηθεί και είχε πεθάνει».