Η Ρούμι νιώθει μοναξιά, καθώς της είναι εξαιρετικά δύσκολο να
προσαρμοστεί στην πόλη του Κάρντιφ, όπου ζει, και στη δυτική κουλτούρα – μια
κουλτούρα που μετά βδελυγμίας απορρίπτει η οικογένειά της. Από τα οχτώ της
χρόνια, όταν έγινε αντιληπτή η μαθηματική της ιδιοφυΐα, πασχίζει να φανεί
αντάξια των μεγάλων προσδοκιών των γονιών της, οι οποίοι φροντίζουν το χάρισμά
της στους αριθμούς να γίνει το επίκεντρο της ζωής της, και την απομονώνουν, ώστε
να μελετά απερίσπαστη και να εκπληρώσει το… πεπρωμένο της.
Στα δεκαπέντε της, η Ρούμι γίνεται δεκτή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Και τότε
ακριβώς συνειδητοποιεί ότι, πέρα από παιδί Ινδών μεταναστών και χαρισματική,
είναι πάνω απ’ όλα έφηβη.
Η Ινδή Ρούμι Βάσι είναι δέκα χρονών, δύο μηνών, δεκατριών
ημερών, δύο ωρών, σαράντα δύο λεπτών και έξι δευτερολέπτων. Η πιθανότητα να
συναντήσει στο δρόμο καθώς γυρίζει από το σχολείο τον Τζον Κεμπλ είναι μόλις
0,0714, μία στις δεκατέσσερις, δηλαδή ελάχιστη, και γίνεται μηδαμινή έτσι όπως
είναι ντυμένη φρικαλέα, με το δαντελωτό φουστάνι και το χοντρό μάλλινο καλσόν
που της έχει επιβάλει να φορέσει ο πατέρας της…