Άνοιξη του 1943: Στην κατεχόμενη από τους ναζί Θεσσαλονίκη μια τριμελής οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, αλλάζοντας ονόματα και ταυτότητες, καταφέρνει να σωθεί βρίσκοντας καταφύγιο στην Αλβανία. Δε θα μπορέσουν να εγκαταλείψουν ποτέ ξανά τη χώρα, αφού τα σύνορα της Αλβανίας, μετά τον πόλεμο, έκλεισαν ερμητικά για σαράντα πέντε χρόνια. Ο μοναχογιός της οικογένειας θα μεγαλώσει ως “καλός Αλβανός” στην κομουνιστική Αλβανία. Θα παντρευτεί την όμορφη Μπόρα και θα γίνει υπεύθυνος του Τμήματος Απαγορευμένων Βιβλίων στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Τιράνων. Φθινόπωρο του 2011: Ο βιβλιοθηκάριος Αλί πεθαίνει από έμφραγμα στη Σανγκάη. Ο γιος του, Μέλσι, γυρίζει εσπευσμένα από την Αθήνα στα Τίρανα και κάνει ενέργειες ώστε να φέρει από την Κίνα τη σορό του πατέρα του. Στις είκοσι δύο μέρες που μεσολαβούν μέχρι την επιστροφή της σορού, ανακαλύπτει μια άγνωστη ιστορία της οικογένειάς του και λύνει το μυστήριο του μοιραίου ταξιδιού του πατέρα του στη Σανγκάη. Σε αυτό το νουάρ μυθιστόρημα, όπου το μαύρο χιούμορ συνυπάρχει με μια λιτή περιγραφή που σου κόβει την ανάσα, τα γεγονότα που περιγράφονται ξεκινούν το 1943 και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Μέσα από παράλληλες ζωές ανθρώπων που ζουν σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικές πόλεις -Θεσσαλονίκη, Τίρανα, Αθήνα, Όσλο, Σανγκάη-, ο Καπλάνι πλάθει ήρωες και αντι-ήρωες που εγκλωβίζονται σε “λάθος εποχές”, αγαπούν “λάθος χώρες” και ερωτεύονται “λάθος ανθρώπους”. Νιώθουν όμηροι του παρελθόντος ή ξεκρέμαστοι μέσα
σε ένα παρόν που αρχίζει να ξυπνά εφιαλτικές μνήμες του εικοστού αιώνα. Το μόνο που μπορεί να τους σώσει είναι το θάρρος της αυτογνωσίας και η αδυσώπητη δίψα για τη ζωή…
“Ο λαθρέμπορος που του πούλησε το όπλο ήταν ένας ωραίος σαρανταπεντάρης µε µουστάκι. Περίµενε τον Ισά στο σπίτι του, ντυµένος µε µαύρο κοστούµι, καφέ πουκάµισο και σιέλ γραβάτα, στο δεύτερο όροφο µιας πολυκατοικίας µακριά από το κέντρο των Τιράνων, στη µέση ενός δωµατίου που µύριζε βραστό σπανάκι και λεβάντα. Στη διάρκεια της συναλλαγής τα χέρια του Ισά έτρεµαν και ήταν λουσµένος στον ιδρώτα. Ένιωθε ώρες ώρες πως έµπαινε σ’ έναν κόσµο ακόµα πιο αρρωστηµένο από αυτόν στον οποίο ζούσε µέχρι τώρα”.
“Τα πράσινα µάτια της πήραν µια άγρια λάµψη. “Αποκλείεται”, του είπε, και ανέβηκε τα σκαλιά. Εκείνος έκανε στην άκρη χωρίς να πει λέξη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Η Ντόινα συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες κι εκείνος άρχισε να τις κατεβαίνει. Έµεναν και οι δύο σ’ αυτές τις άσχηµες πολυκατοικίες που έµοιαζαν µε χαλασµένα δόντια. Οι περισσότερες πολυκατοικίες στην πόλη τους έµοιαζαν µε χαλασµένα δόντια. Η πόλη έµοιαζε µε το στόµα
των κατοίκων και τα στόµατα των κατοίκων µε την πόλη”.