Καστέλλα, Πειραιάς, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος.
Η Άννα Αυγερινού γεννιέται στην κατοχική Καστέλλα, σε μια φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια που συνδέεται με τη συλλογική συνείδηση του φόβου και φέρει τα τραύματα του πολέμου.
Η Κασσάνδρα Βενιέρη χάνει τους γονείς της εξαιτίας ενός γραφειοκρατικού λάθους κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του Πειραιά και μεγαλώνει σε ένα σκληρό μεταπολεμικό οικοτροφείο.
Ο Ανδρέας Δάβης, ο ισχυρός απόγονος μιας αγγλοελληνικής ναυτικής δυναστείας, εισχωρεί στις ζωές τους με ακραίους ρόλους.
Η μοίρα, οι πεποιθήσεις, η βαριά κληρονομιά θα γράψουν την ιστορία τους. Κληροδοτημένες αμαρτίες γονέων θα στήσουν ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Όλα θα γίνουν για έναν σκοπό, θέλοντας να οδηγήσουν σε ένα πεπρωμένο που ζητάει αγάπη. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που μαίνεται αδιάλειπτα, όλοι προσπαθούν να ευτυχήσουν. Άραγε θα διανύσουν το ταξίδι της ζωής τους με τη δύναμη του φόβου ή με τη δύναμη της αγάπης; Ποιος θα νικήσει και ποιος θα ηττηθεί; Ποιοι θα βρουν την αλήθεια και πόσοι θα παραμείνουν στην ψευδαίσθηση; Θύτες, θύματα και σωτήρες. Φως και σκοτάδι. Μοίρα και πεπρωμένο. Και η ζωή να συνεχίζεται σε ατέρμονους κύκλους μέχρι κάποιος να βρει την τόλμη να ακούσει τ’ αστέρια που μιλούν μόνο μέσα στη σιγή. Να βρει το θάρρος να αντιληφθεί πως, όταν σιωπούν τ’ αστέρια του, χρειάζεται να ησυχάσει και να αφουγκραστεί. Γιατί τότε είναι η στιγμή που του δείχνουν την αλήθεια. Αυτή που έχει ξεχαστεί μέσα στον θόρυβο του νου.
Τα γεγονότα αληθινά, οι ήρωες φανταστικοί και συνάμα πραγματικοί. Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι μέσα στο πέρασμά τους.
Σε μια μικροσκοπική γωνίτσα της ψυχής της, μια φωνή ψιθύριζε:
«Δεν μπορεί να είναι αυτό… Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό…»
Όμως εκείνη φοβόταν να ακούσει το μήνυμά της.
Η αλήθεια. Το φως που καίει. Ψευδαισθήσεις, πλάνη, αυταπάτες. Όλα μπορούσαν να γίνουν στάχτες, να κλειδωθούν σε μια παλιά κασετίνα και να πεταχτούν στον βυθό της θάλασσας. Θα προσπαθούσε εκείνη να ρίξει φως στον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού της; Θα ήξερε πώς να φωτίσει τον λόγο που συνέβαιναν τα πάντα; Μικρά, μεγάλα, σημαντικά, ασήμαντα. Θα ήθελε; Θα μάθαινε ποτέ πως αρκούσε η σιγή των αστεριών; Πως της αρκούσε αυτός ο μοναδικός, υπέροχος ήχος της σιωπής;
Άραγε τον ψίθυρο που γινόταν σπαρακτική κραυγή θα τον φοβόταν πια; Θα έκλεινε τα μάτια του νου της και θα άφηνε την καρδιά της να της δείξει τις σκιές της; Ήταν ικανή να τις πλησιάσει με θάρρος; Θα τις αναγνώριζε; Θα μπορούσε να τις αγκαλιάσει, να τις αγαπήσει και να τις αφήσει να φύγουν μακριά της; Γιατί μόνο τότε θα μπορούσε, γιατρεμένη και ελεύθερη, να αρχίσει να χαίρεται τη ζωή της. Γιατί μόνο αυτό της άξιζε. Όλα τα παλιά ήταν ένα ψέμα. Ένα φρικτό ψέμα.