Η Ελλάδα μόλις έχει βγει από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο σπαραγμό. Το τίμημα είναι βαρύ. Νεκροί, ανάπηροι για πάντα, σπίτια ντυμένα στα μαύρα, φυλακές με πολιτικούς εξόριστους, τόποι εξορίας για τους «αντικαθεστωτικούς» στα πανέμορφα νησιά του Αιγαίου, αντάρτες και «παιδιά του παιδομαζώματος» στο «Παραπέτασμα», χωροφύλακες παντού που εποπτεύουν το φρόνημα, τις ιδέες, την αφοσίωση στην πατρίδα και καταδιώκουν «παντί τρόπω» τα εθνικά «μιάσματα»!
Η Ελλάδα κατατρώει τα δικά της παιδιά, αυτά που περιμένει να κλείσουν τις πληγές της και να την ανασυγκροτήσουν ως χώρα και ως έθνος. Τα καλύτερα νιάτα τα διώχνει μακριά στην ξενιτιά για εισαγωγή και μόνον συναλλάγματος!
Μετανάστες στη μακρινή Αυστραλία και την υπερατλαντική Αμερική, εργάτες στις φάμπρικες του Βελγίου και της Γερμανίας. Χωρίς επάγγελμα, χωρίς γλώσσα, ανειδίκευτοι εργάτες, για να ξαναγυρίσουν κάποτε στην πατρίδα οι πιο πολλοί απ’ αυτούς, όπως έφυγαν, ξένοι στον τόπο τους, ξένοι στην ξενιτιά, ξένοι κι άμοιροι παντού στη ζωή…
Στην κεντρική πλατεία του χωριού του, κάπου σ’ ένα νησί του Αιγαίου, ο συγγραφέας θα βιώσει, θα γευτεί από πρώτο χέρι την περίοδο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και θα δακρύσει πολλές φορές για την κατάντια της μικρής του και πικρής πατρίδας.
Τότε, που ενώ οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί κάλπαζαν προς την πρόοδο και την ανάπτυξη, η Ελλάδα βάδιζε ακόμη στο δρόμο της αυτοκαταστροφής, στο δρόμο της φυλακής, της εξορίας και της μετανάστευσης.
Σήμερα πια, που η Ελλάδα πήρε το δρόμο που της έπρεπε και της άξιζε, το δρόμο του ευρωπαϊκού ορίζοντα, ο συγγραφέας ανακαλεί τις εικόνες της εποχής εκείνης όχι για να «αναμοχλεύσει» τα μίση και τα πάθη των προηγούμενων γενιών, αλλά για να μην ξαναγίνει η Ελλάδα ποτέ πια χώρα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανελευθερίας και του σκότους.
Δεν τους χρειάζεται η πατρίδα τους πατριδοκάπηλους, τους εθνικόφρονες και τους σκοταδιστές. Μπορεί και χωρίς αυτούς. Και μπορεί καλύτερα…