Στο μυθιστόρημα Η παντιέρα των μαγεμένων αποτυπώνεται ο δίαυλος επικοινωνίας της Πελοποννήσου με την Ευρώπη και τα μηνύματα των καιρών από τη Δύση στα χρόνια της σταφίδας. Με επίκεντρο μια οικογένεια της Μεσσηνίας, τους Στασινούς, που έρχονται αντιμέτωποι με την παλιά νοοτροπία του τόπου, νωπογραφείται ένας κόσμος γεμάτος σφρίγος και δίψα για ζωή, χωρίς ρωγμές μέσα του. Βιβλίο ποιητικό και ερωτικό, ειρωνικό και κάποτε σαρκαστικό και τρυφερό μαζί, με γλώσσα υπαινικτικών αποχρώσεων και άρωμα εποχής, είναι μια συνάντηση του αναγνώστη με ονειροπόλους που τους ήθελε η πράξη.
«Διαβάζοντας το γράμμα της Κάθριν σε επιστολόχαρτο της London Bank άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην άλλη μεριά του όρμου με τα βαθιά γαλανά νερά, που χασομέραγαν οι βάρκες. Αλλού ήταν χτισμένη στα αρχαία χρόνια κι αλλού βάλανε την πόλη σήμερα. σκέφτηκε. Οι άνθρωποι θέλουν να είναι σ’ έναν τόπο να τους χωράει. Κάτι συμβαίνει όμως και οι περιστάσεις τούς πετάνε αλλού να κάνουνε κουκούλια. Χτίζουν τα σπίτια τους στο απάγκειο του λόφου και σαν φυσομανά ο βοριάς και σηκώνει τα κύματα στα βράχια, σωπαίνουν οι γλάροι και λυσσομανά η θάλασσα στο Σαρακλημάνι. Τις νύχτες του χειμώνα, ανήμποροι, ανάμεσα στα ερείπια της μοναξιάς, να ζήσουν κάτι πιο βαθύ απ’ την ανησυχία και την έγνοια να κρατηθούν από κάπου, μένουν αναποφάσιστοι· μια από εκείνες τις νύχτες στο 310 του Ουέλινγκτον, η Κάθριν, αποδημητικό πουλί που δεν πρόλαβε τον καιρό, τον ρώτησε· τι είναι για σένα η πατρίδα; Τα παιδικά μου χρόνια, της είπε και την έγειρε στην αγκαλιά του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο που τα σώματα αποκτούν τη δική τους εντέλεια».