«Πότε πότε ξαναγυρίζω στο παρελθόν μου. Είμαι εξήντα τριών χρόνων και έχω την εντύπωση πως έχω ζήσει εκατό ζωές. Γνώρισα το Μαρόκο του προτεκτοράτου, τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή, τον Μουχάμαντ Ε’, τον Χασάν Β’, τους “κήπους του βασιλιά”… Πότε πότε έχω την παράξενη αίσθηση πως έχω ζήσει πάρα πολλά, πως έχω γνωρίσει πάρα πολλές ανατροπές.
»Πολύ νέα, στο Μαρόκο του προτεκτοράτου, συναναστράφηκα φεουδαρχικές οικογένειες και μετά την ανεξαρτησία είδα αυτούς τους ανθρώπους, πάμπλουτους ακόμα την προηγουμένη, να βυθίζονται στη μεγαλύτερη ένδεια. Γυναίκες που κάποτε είχα συναντήσει ντυμένες με μεγαλοπρέπεια άδειαζαν δοχεία νυκτός στα νοσοκομεία… Ήξερα ότι αξιοσέβαστοι άνθρωποι σέρνονταν στους δρόμους, έχοντας αποστερηθεί τα πάντα. Είδα ολόκληρες οικογένειες να καταστρέφονται, να ρημάζονται, να σφαγιάζονται από την εξουσία στο Μαρόκο αλλά και στην Αίγυπτο, τη Συρία, και αλλού. Η ζωή σκότωσε την αφέλειά μου. Γνωρίζω πολύ καλά το ανθρώπινο ον και τις πολλαπλές όψεις του».
«Με είχε προωθήσει η μοίρα, χωρίς να έχω απαιτήσει οτιδήποτε. Δεν είχα ζητήσει ποτέ να γίνει γυναίκα του Ουφκίρ. Ζήτησα να γίνω γυναίκα ενός αξιωματικού που τον γνώρισα γαλαντόμο, ευγενικό, ευχάριστο, ερωτευμένο μαζί μου, να μου κάνει όλα τα χατίρια, να είναι πότε πατέρας, πότε φίλος, πότε σύζυγος, πότε εραστής. Ως την τελευταία ώρα της ζωής του μου έκανε έρωτα με πάθος και όχι σαν σύζυγος ύστερα από είκοσι χρόνια γάμου. Εξακολουθούσε να υπάρχει σεβασμός και καθημερινά ανανεούμενος πόθος. Με είχε γνωρίσει δεκαπεντάχρονο κοριτσόπουλο, με είχε σφυρηλατήσει, με είχε πλάσει, είχε καταλάβει τους λόγους της απιστίας μου, ήξερε να με κατακτήσει ξανά. Όταν συζητούσα μαζί του, εξέφραζα την άποψή μου για τα γεγονότα ή τη γνώμη μου για τους ανθρώπους, ήταν ευτυχισμένος, σχεδόν περήφανος. Ήμουν κατά έναν τρόπο δικό του έργο».