Μικρές ιστορίες σε ενότητες, κάποιες αποτελούν εικόνες στέρεης πραγματικότητας, κάποιες άλλες λογοτεχνικά «παράδοξα» μιας εικονικής πραγματικότητας.
Αφήνεται στη διάθεση του αναγνώστη να μετακινήσει τις διαχωριστικές (όχι κακή ιδέα, όταν μάλιστα έχει κουραστεί από τις συμβατότητες).
Κάποιες από αυτές ιδωμένες και «υπό άλλην γωνίαν», αυτή του έμμετρου λόγου.
Τα πρόσωπα, ψυχές ανεμισμένες, άλλοτε γειωμένες, κινούνται σε αντιρομαντικά τοπία, στη γη τους, στον ουρανό τους ή στην κόλασή τους, εν μέσω ελέους και οριακών βιωμάτων.
Το «παρελθόν» συμπλέκεται με το «παρόν», όχι εριστικά, αλλά παραβολικά, για να διδάξει πως «η ζωή κάποτε ήταν κι αλλιώς».
Η μνήμη λειτουργεί ελλειπτικά για να περισώσει το διαφυγόν πάθος και τη νοσταλγία με τις αμφιθυμίες της.
Μ’ ένα πείραμα γραφής «άνευ όρων και ορίων», με γλωσσικό κώδικα ανάλογα με τη θεματολογία. Ενίοτε η γραφή βρίσκεται σ’ επαφή με «φωνές» μιας γλώσσας από το παρελθόν ή από τις βαθιές ρίζες ενός ιδιωματικού λόγου.
Όλα, πάντως, συναιρούνται στο κείμενο για να μιλήσει το κυρίως σημαίνον, η ζωή.
Στ. Δημ.
Χιόνι που τίποτα δεν είχε λερώσει την ασπράδα του, απάτητο από λύκο κι ακοίταχτο από μαυροπούλια, χιόνι να το μεταλάβεις. Όλα τ’ άλλα παιδεμός.
Βάδιζαν καραβάνι, με παπούτσια πορείας και ρούχα μαύρα, βρεγμένα, πένθος νωπό, ζαλωμένες κασόνια την ανθρωποσκευή, μαζί και τα κορμιά τους, ό,τι άφησε η πείνα.
Πιο πίσω η Θυμίγια και η Φτύχω, οι πιο μικρές κι αδύνατες πολύ –ο ίσκιος τους πιο πραγματικός απ’ το σώμα τους–, κουβάλαγαν ένα αλλόκοτο πράγμα, έτσι όπως το κρατούσαν η μία από μπροστά κι η άλλη πίσω, ένα φύλλο τσίγκο, τι να πουλήσουν απ’ αυτό… Μιλούσαν με τις λιανές φωνές τους, όλο σκυφτές, κοιτώντας κατακόρυφα το χιόνι, σαν να μιλούσαν όχι αναμεταξύ τους, αλλά στο χιόνι, για να τ’ ακούει το χώμα. Κι ο κάτω κόσμος.