Μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο το πέρασμα από
δια-κρατικές συγκρούσεις μεταξύ οικονομικών συστημάτων (Δημοκρατίες κατά
Δικτατοριών, Ψυχρός Πόλεμος κατά σοσιαλισμού κ.ο.κ.) στις εσωτερικές ―εντός του
Κράτους-Έθνους― πολιτικές διαμάχες έθεσε και πάλι το ζήτημα του ορισμού του
«πολιτικού εγκλήματος». Ως βάση τέθηκαν οι αξίες των νικητών και η ασυλία των
εγκλημάτων του Κράτους (ακόμα κι αν η εξουσία παραβιάζει τις αρχές και τους
κανόνες που τη νομιμοποίησαν). Όμως η Ιστορία τιμωρεί.
Μη-συμβατικοί πόλεμοι, ένοπλες ζώνες αναρχίας ακολουθούν την αδυναμία /
απροθυμία του Κράτους να χειριστεί τα προβλήματα του λαού. Η τρομοκρατία είναι
«παραπαίδι» αυτής της «ανομίας» και «αναρχίας».
Η αρχή της εμπιστοσύνης συνδέεται με το Κράτος
Δικαίου, τις ελευθερίες και την αξιοπρέπεια των πολιτών και δεν σχετίζεται με
την παθητική συγκατάθεση των αδιαφορούντων πολιτών. Τούτο όμως δεν οδηγεί
αναπότρεπτα στην αποδοχή του ιδεολογήματος ότι η όποια διάψευση της εμπιστοσύνης
νομιμοποιεί μια μικρή ομάδα να θέλει να βγάλει το λαό από το λήθαργό του
«κτυπώντας τυφλά τους αντιπάλους της». Και χαρακτηρίζουμε τα χτυπήματα «τυφλά»,
διότι συνήθως το θύμα της τρομοκρατίας δεν είναι παρά το «μέσον» για να δοθεί το
μήνυμα στο βασικό εχθρό, που είναι το σύστημα «εν τω συνόλω του».