Όταν ο Νορβηγός αρχαιολόγος Μπγιορν Μπέλτοε παίρνει μαζί του λαθραία στη χώρα του μια μυστηριώδη αρχαία περγαμηνή που βρέθηκε στην υπόγεια στοά κάποιου μοναστηριού στο Κίεβο της Ουκρανίας, δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπλέκει σε μια περιπέτεια που μπορεί να του στοιχίσει τη ζωή.
Μαζί με το φίλο του, διάσημο ιστορικό και συγγραφέα Κρίστιαν Κάιζερ αποφασίζουν να μελετήσουν το παράξενο χειρόγραφο, που φέρει το αρχαίο σύμβολο του τρισκελούς και την εικόνα ενός θεού με μορφή παγονιού, του Μελέκ Ταούς.
Ο Κάιζερ, όμως, δολοφονείται στο σπίτι του με τελετουργικό τρόπο, που παραπέμπει σε σκοτεινή αίρεση, και ο Μπγιορν, έντρομος, καταφεύγει στη Γιούβνταλ, έναν κάμπο κρυμμένο ανάμεσα στα άγρια νορβηγικά βουνά. Από εκεί, μέσω του Ίντερνετ, προσπαθεί να βρει πληροφορίες σχετικά με το μυστηριώδες κείμενο. Ανακαλύπτει ότι υπάρχουν αναφορές στον αρχαίο αυτό κώδικα από το 1969, στο επιστημονικό άρθρο ενός Ιταλού δαιμονολόγου, καθηγητή του Γρηγοριανού του Βατικανού, κάποιου Τζοβάνι Νόμπιλε, που υποστηρίζει ότι αυτό το Ευαγγέλιο του Εωσφόρου, όπως το ονομάζει, είναι πολύ αρχαιότερο ακόμα και από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο Μπγιορν αποφασίζει να λύσει το αίνιγμα.
Στο μεταξύ, κι άλλοι άνθρωποι γίνονται θύματα απαίσιων τελετουργικών φόνων…
“Έχει άραγε τόσο αίμα το ανθρώπινο σώμα; σκέφτηκα. Πέντε λίτρα… Είναι τόσο πολύ αίμα τα πέντε λίτρα; “Όσοι τους αναγουλιάζει το αίμα σκέφτονται το χρώμα του, τη σύστασή του και την υποσυνείδητη πεποίθηση ότι το αίμα ανήκει μέσα στο σώμα και όχι έξω από αυτό. Αυτοί που σκέφτονται τη μυρωδιά είναι οι λιγότεροι. Την αψιά, μεταλλική μπόχα. Εγώ είμαι ευαίσθητος στις μυρωδιές. Ένιωσα την αποφορά του αίματος πολύ πριν ανοίξουν την πόρτα του διαδρόμου των κελιών. Όλη την ώρα προσπαθούσα να αναπνέω από το στόμα. “Εννέα πτώματα κείτονταν στα κρεβάτια. Έμοιαζαν σαν να κοιμούνταν. Κάποιων τα χέρια ήταν σταυρωμένα.”