του Μίκη Θεοδωράκη
Το “Τραγούδι της Αδελφής μου” σημάδεψε τη νιότη μου. Πιο πολύ κι απ’
το “Εμβατήριο του Ωκεανού” και την “Εαρινή Συμφωνία”, που τις έκανα
“Συμφωνίες” μου. Και να τώρα η μυθική Αδελφή με σάρκα και οστά
-ολοζώντανη- και πάλι πρωταγωνιστεί σε μια ποίηση ζωής και ψυχής ενός
άλλου Ρίτσου, παγιδευμένου στα δίχτυα της αδελφοκτόνου μισαλλοδοξίας
και γι’ αυτό τρυφερού όσο είναι ένα αηδόνι πιασμένο στο ξώβεργο του
κυνηγού.
Αυτή η μονότονη επανάληψη μέσα στις ΔΕΚΑ ΣΕΙΡΕΣ
από δελτάριο σε δελτάριο, με τη βεβαιότητα πως τα λόγια σου θα τα
βρωμίσει ο χυδαίος λογοκριτής, μοιάζει με την επανάληψη του ίδιου
μουσικού μοτίβου, το ίδιο και το ίδιο ώσπου να σου σπάσουν τα νεύρα
– ώσπου η μονοτονία να γίνει κραυγή, να γίνει ήχος συμπαντικός που να
σαρώσει τους αδιάφορους, τους Πόντιους Πιλάτους που κλείνουν μάτια και
αφτιά, να μη βλέπουν και να μην ακούν τη Φωνή της απέναντι ακτής, των
Βράχων.
Προσεχτικά κάτω από τη μονότονη χλόη, ο ποιητής
κρύβει μικρά πολύχρωμα
αγριολούλουδα με το φόβο μήπως τα μολύνει
ανίερο μάτι:
…Ανθίζοντας στάχυα από φως
μες στην καρδιά μου…
…Μυρίζει ‘Ανοιξη – μια δροσιά – μια θλίψη –
μια χαρά – ένα λίκνισμα – α, δεν είναι τίποτα…
…νιώθω και μέσα μου
το ίδιο φως ν’ ανθίζει…”
Δεν μπόρεσαν τελικά οι σταυρωτήδες να πνίξουν
το φως που γεννούσε σαν ‘Ηλιος ο Γιάννης Ρίτσος. Μέσα σε κείνες τις
Σκηνές με την ασετυλίνη και το φόβο, ο πόνος και η αγάπη θεμελίωναν
γερά τον ‘Ανθρωπο και τον Ποιητή.
Βραχάτι, 12.ΙΧ.’97