Όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, αποφάσισα να εξερευνήσω την πάνω πλατεία του χωριού με τα θεόρατα πλατάνια. Τότε ήρθα αντιμέτωπος με τη μυστηριώδη στοά, που άλλος την έλεγε καϊνάκ κι άλλος «η τρύπα με τα φαντάσματα και τις λάμιες». Σαν παιδιά παίζαμε κάτω από το μεγάλο πλατάνι, αλλά κανείς μας δεν τολμούσε να πλησιάσει ένα μέρος που το συνόδευαν ιστορίες πάθους κι αμαρτίας, ιστορίες άλλοτε μπερδεμένες κι άλλοτε μισές.
Λες και οι άνθρωποι φοβούνταν να τις φανερώσουν. Όταν άρχισα να αποτυπώνω στο χαρτί τις πρώτες σκέψεις μου, η στοά ήρθε μπροστά μου σαν παραμυθένια νεράιδα. Έπρεπε να την αντιμετωπίσω κάνοντας το πρώτο τρομαγμένο βήμα της ζωής μου, όπως ο πρώτος αστροναύτης στη σελήνη, μόνο που εκείνος το έκανε για όλη την ανθρωπότητα, ενώ εγώ για την ψυχή μου.
Μπήκαν και βγήκαν οι εποχές, άλλες με φρούτα κι άλλες με χιόνια, όπως στις παιδικές ζωγραφιές, σαν σκόνη που επικάθεται στα φύλλα τη μια μέρα και την άλλη την παίρνει ο βοριάς. Όλα γερνούσαν και μόνο η στοά έμενε αγέρωχα απείραχτη από τα χρόνια, αυτή και ο θεόρατος πλάτανος που τη σκέπαζε. Κανείς δεν είχε τολμήσει να παραβιάσει την ξεκλείδωτη πόρτα. Ο λόγος του Καϊνακτσή είχε ριζώσει μέσα τους και κανείς δεν τολμούσε να τον παρακούσει. Ο λόγος του ήταν πιο ισχυρός κι από τον ίδιο τον νόμο.