Η κλεισθένεια μεταρρύθμιση δεν χρειάστηκε να δημιουργήσει από το μηδέν το δικό της αειφόρο περιβάλλον. Είχε την τύχη να βρει σε λειτουργία μια, γενικής αρμοδιότητας, υπαίθρια και περιοδική συνέλευση των πολιτών. Τότε βέβαια δεν ονομαζόταν εκκλησία του δήμου. Έτσι τή βάφτισε ο Κλεισθένης που φρόντισε να τήν αναδιοργανώσει και να διευρύνει τις αρμοδιότητές της. Έκτοτε η πρωτεϊκή (κατά Finley) και, από την εποχή του ομηρικού έπους, αμφίσημη λέξη «δήμος», χωρίς να πάψει να προσδιορίζει τους φτωχούς Αθηναίους και να τούς αντιπαραθέτει στην αθηναϊκή ευγένεια, απέκτησε τη θεσμική της υπόσταση ορίζοντας το αθηναϊκό πολιτικό σώμα, το θουκυδίδειο «ξύμπαν» των πολιτών.
Οι πολίτες –οι ενήλικοι που είχαν γεννηθεί Αθηναίοι και οι άλλοι που πολιτογραφούνταν– συγκροτούσαν την «αόριστη αρχή» της Αθήνας. Η σύναξή τους ήταν η ίδια η πόλη. Γιατί η πόλη δεν υπήρχε αφ’ εαυτής. Υπήρχε με το πλήθος των πολιτών της. Η πόλη ήταν οι άνδρες, όχι τα τείχη ούτε τα άδεια πλοία, έλεγε στην τελευταία παρακέλευσή του ο Νικίας. Και ο κάθε πολίτης ήταν «βασιλέας» χάρη στο νόμο και την ψήφο του, συμπλήρωνε ο Αισχίνης. Η διάκριση των λειτουργιών, λαμπρό δείγμα αριστοτελικής ανάλυσης, ήταν έννοια άγνωστη για την πόλη. Η σύναξη των πολιτών –η αόριστη αρχή– διοικούσε, νομοθετούσε και δίκαζε. Και η βούλησή της μπορούσε να πραγματωθεί εξίσου στη συνέλευση και στα ορκωτά δικαστήρια.
Με την περιήγηση στις δομές και τις λειτουργίες των πόλεων και των άλλων «κρατικών» οντοτήτων της αρχαίας Ελλάδας που επιχειρήσαμε, θελήσαμε να «τακτοποιήσουμε» τους διάφορους πολιτολογικούς τύπους ανάλογα με την ιστορική τους συνάρτηση. Κύρια επιδίωξή μας, ωστόσο, δεν ήταν να συστηματοποιήσουμε τη γνώση αυτού που φαίνεται, όσο να οδηγήσουμε τον ανήσυχο αναγνώστη στην περιπέτεια της αναζήτησης αυτού που δεν φαίνεται, που υποκρύπτεται και πρέπει ο ίδιος να τό ανακαλύψει, να τό υποθέσει ή και να τό φανταστεί. Προσπαθήσαμε να φωτίσουμε τις ρίζες των πολιτευμάτων, να διερευνήσουμε τα κίνητρα των δημιουργών τους, να συνεκτιμήσουμε την ιστορική συγκυρία…