Ο Διονύσης, ένας ισχυρός χρηματιστής στη Νέα Υόρκη, και ο Πέτρος, επιχειρηματίας στην Ελλάδα, μπαίνουν στο σκοτεινό μονοπάτι του ανταγωνισμού και της ζήλιας, με αφορμή ένα στοίχημα. Ρίχνονται σε μια μονομαχία χωρίς όρια, που καθορίζει τη ζωή τους. Ποιος θα γίνει πιο πετυχημένος και δυνατός; Δεν τους σταματά τίποτα μπρος στον στόχο.
Στο πέρασμά τους αφήνουν θύματα…
Η Άνδρια και η Νάντια μένουν στο περιθώριο. Ανώφελα τους αγαπούν, τους ποθούν, τους μισούν και τα δίνουν όλα…
Από την κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη, τις βουνοκορφές της Πελοποννήσου και τα γαλανά ακρογιάλια, τα αισθήματα συγκλονίζουν. Μια κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά φουντώνει την αντιπαράθεση, με αποκορύφωμα μια σκληρή δικαστική διαμάχη, όπου το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και το FBI κυριαρχούν. Παράλληλα, η Μαφία στα πλοκάμια της σφίγγει τα παιδιά τους. Είναι νέοι, ερωτευμένοι και μέσα από περιπέτειες τελικά βγαίνουν αδιάφθοροι.
Η δημιουργία ενός οικολογικού πάρκου τούς οδηγεί στην Πελοπόννησο. Φτάνουν στη Μονεμβασιά, όπου σε ένα βενετσιάνικο κάστρο ανακαλύπτουν μια ιστορία όμοια με αυτήν του Διονύση και του Πέτρου, στην Αναγέννηση.
Οι ήρωες είναι γοητευτικοί, ακαταμάχητοι και ευάλωτοι.
Η αγάπη, ο φθόνος και ο ανταγωνισμός οδηγούν
τις καταστάσεις στα άκρα.
Ταξιδεύουμε μαζί τους, μέχρι το φως
να νικήσει το σκοτάδι και να φανεί το ουράνιο τόξο…
Την κοίταξε στα μάτια τόσο διεισδυτικά, σαν να έψαχνε την ψυχή της.
― Δε σκοπεύω να σε μοιραστώ με κανέναν. Δε σε διεκδικώ, σε έχω, γλυκιά μου, όπως με έχεις και εσύ… Το βλέμμα σου ουρλιάζει, θέλω να βγάλω το σκοτάδι από εκεί μέσα. Έσκυψε πάνω της και έγιναν ένα.
Η πλώρη του σκάφους έσκιζε τα κύματα. Της έδωσε το τιμόνι και εκείνη ενθουσιάστηκε. Το φεγγάρι τούς βρήκε αγκαλιασμένους να κοιτούν το φωτεινό του αυλάκι. Βελούδινη η νύχτα, με το κυματάκι να χτυπά στην καρίνα του ιστιοπλοϊκού.
― Έχουμε εντολές να σας οδηγήσουμε στο FBI για ανάκριση. Κατηγορείστε
για εξαπάτηση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, είπαν οι πράκτορες δείχνοντας το ένταλμα. Σε λίγο βρίσκονταν όλοι μαζί στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών. Τον ζόρισαν πολύ.
Τον προσκάλεσε στον τρύγο. Η Ερατώ, με γυμνά τα πόδια, μπήκε στο πατητήρι. Ήταν ζουμερή όσο τα σταφύλια της. Όμως δεν την κοιτούσε κρυφά μόνο
ο κυβερνήτης, αλλά και ένας αϊτός, ο Μανιάτης πειρατής. Εκείνη έδωσε στον Βενετσιάνο το καλύτερο τσαμπί και, παίρνοντας με τα δάχτυλά της
μια ρώγα σταφύλι, δάγκωσε τη μισή, ενώ την άλλη μισή την έβαλε στα χείλη του.