Όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν ως αίτιο ένα από τα εξής επτά: τύχη, φύση, παρόρμηση, συνήθεια, λογική, πάθος, πόθο.
Ο Σταμάτης Κουκλέλλης εγκαταλείπεται σε βρεφική ηλικία στα σκαλοπάτια του Ορφανοτροφείου Μυτιλήνης και γίνεται τρόφιμός του.
Περνά ανείπωτες στερήσεις και κακουχίες μέχρις ότου υιοθετείται από οικογένεια αστών συμπατριωτών του.
Με την ενηλικίωσή του φουντώνει η επιθυμία να μάθει τους γεννήτορές του και αποδύεται σε μια απίθανη ερευνητική προσπάθεια φορτισμένη με σωρεία ψυχολογικών και συνειδησιακών προβλημάτων.
Οι ιδεολογικές καταβολές και πεποιθήσεις του τον φέρνουν σε σύγκρουση με το αίσθημα της φιλίας, τους ακατάλυτους δεσμούς της πατρότητας και της οικογένειας και ζει διαρκώς με το πρόβλημα αν η ιδεολογία έπεται ή προηγείται όλων αυτών.
Υποχρεώνεται σε εκπατρισμό, προκειμένου ν’ αποφύγει τη χλεύη της κοινωνίας εξαιτίας της χουντικής του δράσης στην περίοδο της δικτατορίας, αλλά καταξιώνεται διεθνώς για τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, που αφίστανται όμως της προσωπικής του πορείας.
Η επιστημονική του καριέρα απογειώνεται, κατακτά το Νόμπελ Λογοτεχνίας και μετά από σαράντα χρόνια επιστρέφει στην πατρίδα του για να αναζητήσει τ’ απομεινάρια της ζωής του…
Ο σκηνοθέτης έγνεψε καταφατικά στο δημοσιογράφο, ώστε να τρέξει ο χρόνος των δέκα δευτερολέπτων.
Ο καθηγητής συνέχιζε να εστιάζει πάνω του αδιάφορα κι ο νους του, σε πλήρη εγρήγορση, περιπλανιόταν ιλιγγιωδώς ανασκαλεύοντας το παρελθόν του.
Πρώτη φορά έπαιρνε το ρίσκο στην τελευταία πορεία του προς την ανυπαρξία να το μοιραστεί με το κοινό του. Μια οδυνηρή δοκιμασία γι’ αυτόν, που όφειλε να τη διεκπεραιώσει, ανεξάρτητα αν δισταγμοί κι αμφιβολίες για την ορθότητα του εγχειρήματος τριβέλιζαν τα εσώψυχά του και τον κλόνιζαν, ακόμα και την ύστατη στιγμή.
Ενδοιασμοί που δεν αφορούσαν προσωπικές αδυναμίες εξωτερίκευσης των αδύτων του ψυχικού του κόσμου.
Είχε ξεπεράσει πια τέτοιου είδους αγκυλώσεις κι είχε σπάσει τα ταμπού που τον κρατούσαν δέσμιο παλαιών καταλοίπων. Αλλά σκεφτόταν πως μερικά γεγονότα στη διαδρομή της ζωής του έρχονταν σε ολική αντίθεση με τις διδαχές και τις θεωρίες του κι αισθανόταν άβολα για την αντίφαση αυτή.
Η προσωπικότητά του είχε εκτιμηθεί υπέρμετρα, σε βαθμό που τον ενοχλούσε.
Δεν ήθελε πια να ζει σε χίμαιρες και ουτοπίες.
Και η σημερινή του εμφάνιση αποτελούσε μοναδική ευκαιρία να τη θέσει στις σωστές διαστάσεις της.