Τους ένωνε η άχρονη ξαναγέννηση της πρώτης αγάπης κι έπαιρναν όρκους στο όνομά της.
Ένα βράδυ του φθινοπώρου, αγκαλιασμένοι φιλήθηκαν στη μέση της κεντρικής πλατείας της πόλης, κάτω από μια σφοδρή νεροποντή, που έκανε τους περαστικούς να σκορπίσουν βιαστικά προς διάφορες κατευθύνσεις.
Ήταν τόσο ραγδαία η βροχή, που έσταζε από τα πιγούνια και τις βλεφαρίδες τους.
Μα εκείνοι την ένιωθαν σύμμαχο, πως η φύση όλη ήταν με το μέρος τους.
Όπως εκείνες οι φεγγαράδες, όταν περνούσαν αγκαλιασμένοι κάτω από τα εκατομμύρια αστέρια που θαμποπαίζανε. Σαν τα δροσόθρεπτα απογεύματα, που με το δίκυκλό του έφταναν μέχρι το χωριό, κι έκαναν στάση στην πηγή, για να επιστρέψουν με το σούρουπο. Κυνηγιόντουσαν εκεί, κάτω από τα λιόδεντρα, γύρω από τις μηλιές, και στον κορμό της γέρικης καρυδιάς είχαν χαράξει τα ονόματά τους: «Άγγελος – Άννα Μαρία. Μαζί. Για πάντα».
Τους ένωνε μια μυστήρια, μια εφηβική χημεία, ένα ανόθευτο κοινό συναίσθημα, που λες κι έτρεχε στο βάθος των χρόνων, ερχόμενο ταχύτατα από το παρελθόν, με μόνο προορισμό να καλύψει τα κενά και τους σταθμούς μιας ζωής που δεν έζησαν.
Τα βαγόνια του έφερναν μαζί και τον πόθο, τον ξεχασμένο πίσω από πληγές.