Ένας χορός από έρωτες, πάθη, λάθη, ενοχές και μυστικά εμπλέκονται σ΄ ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι, άλλοτε ανυψώνοντας κι άλλοτε πάλι ποδοπατώντας τους ήρωες. Μέσα του ο καθένας ξεχωριστά σέρνει το παρελθόν του, κουβαλά τα παιδικά, εφηβικά του βιώματα, και προσπαθούν άλλοτε όλοι μαζί σαν ενωμένη γροθιά κι άλλοτε ο καθείς μόνος, τσακισμένος κι απογοητευμένος να φτάσουν στην πληρότητα που επιζητούν μέσα από την αποδοχή και τον έρωτα. Βλέπουν τα όνειρά τους να πλησιάζουν και ν’ απομακρύνονται. Δεν το βάζουν κάτω, συνεχίζουν ν’ αποζητούν την προσωπική τους χίμαιρα, μέχρι εντέλει, χαμένοι ή κερδισμένοι, να τους δώσει η ζωή αυτό που για εκείνους είχε προαποφασίσει.
Το χωριό. Οι κάμποι, το σχολειό, οι χωμάτινοι δρόμοι.
Η πόλη. Το ποτάμι, οι εκκλησίες και τα τζαμιά, τα καταστήματα.
Η θάλασσα. Τα μεγάλα ταξίδια, οι ξένοι τόποι, η λησμονιά.
Αθήνα. Η πόλη της λήθης και των μοιραίων συναντήσεων.
Οι άνθρωποι. Ευάλωτοι, πρόσκαιρα ευτυχισμένοι, παραδομένοι στα πάθη τους.
Μπροστά απ’ όλα, ο έρωτας.
Πίσω απ’ όλα, η μοναξιά.
Πάνω απ’ όλα, η μοίρα τους.
«Ήσουν ξεχωριστή από τη μέρα που γεννήθηκες», της είχε πει η μπάμπω της, όταν έκλεισε τα δέκα της χρόνια. «Εγώ σε ξεγέννησα. Ήταν Αύγουστος, πάνω στο δεύτερο φεγγάρι του. Έπρεπε να είχες γεννηθεί τουλάχιστον τρεις βδομάδες νωρίτερα. Πείσμωσες. Περίμενες καρτερικά να γεμίσει το φεγγάρι… Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ούτε τ’ άλλα που ακολούθησαν. Καθόμουν και σε κοιτούσα να φέγγεις μέσα στη νύχτα. Πού και πού άνοιγες τα θολά σου μάτια και με κοιτούσες κι εσύ. Από τότε, βλέπεις, είχαμε ξεχωρίσει η μια την άλλη».