Η υπόθεση του μυθιστορήματος αυτού εκτυλίσσεται στα παράλια
της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στα Βουρλά, μια παραθαλάσσια πόλη κοντά στη
Σμύρνη. Με κεντρικό άξονα μια ερωτική ιστορία και πρωταγωνιστές μια κοπέλα και
τα δύο παλικάρια που τη διεκδικούν, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει την ξένοιαστη
και πλούσια ζωή των κατοίκων πριν από το 1919, την εκστρατεία του ελληνικού
στρατού στην περιοχή, τον ενθουσιασμό των κατοίκων –χτυπούσαν οι καμπάνες των
εκκλησιών επί ώρες, ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους τραγουδώντας και
χορεύοντας, οι γυναίκες με τους δίσκους στα χέρια κερνούσαν τους πάντες γλυκά–,
καθώς και το ρυθμό της ζωής τους μέχρι το 1922. Περιγράφεται στη συνέχεια το πώς
οι άνθρωποι αυτοί κατάφεραν να σωθούν και να καταφύγουν στην πατρίδα, στην
Ελλάδα, και η ανατροπή που υπήρξε στις σχέσεις των τριών πρωταγωνιστών.
«Εκείνη την Κυριακή, στα μέσα του Μαΐου, όλα συνηγορούσαν στο
να γίνει το γλέντι των Καρενλήδων το πιο σημαντικό κοσμικό γεγονός στα Βουρλά. Ο
καιρός ήταν γλυκός και ήπιος. Οι κοπέλες φόρεσαν τα πιο ανάλαφρα ρούχα τους με
τα μεγάλα ντεκολτέ, σήκωσαν τα μαλλιά τους ψηλά για να φαίνονται οι κρινένιοι
λαιμοί τους, καλά προφυλαγμένοι όλο το χειμώνα από τις καιρικές μεταβολές, και
φόρεσαν τα κομψά σκαρπινάκια τους, τα καπέλα τους και τα κοσμήματά τους. Η Ελένη
έβαλε το καλύτερο φόρεμά της, το γαλάζιο με τις άσπρες μπορντούρες στις άκρες
του, και έσφιξε τη μέση της όσο περισσότερο μπορούσε, σε σημείο που να μην
μπορεί να σκύψει για να βάλει τα γοβάκια της. ?ε φόρεσε στο κεφάλι ούτε μαντίλι
ούτε καπέλο κι άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα. Έβαλε τα καλά χρυσαφικά της κι
έδωσε δυο τσιμπιές στα μάγουλά της για να κοκκινίσουν».