Το μυθιστόρημα Αλάθητο Ένστικτο πραγματεύεται μια ιστορία που εκτυλίσσεται τη χρονική περίοδο 1919-1925. Πρωταγωνιστούν ο Αστέριος Μελάς, υπίατρος του Ελληνικού Εκστρατευτικού Στρατεύματος στη Σμύρνη, και η Ισμήνη Αυγέρη, τελειόφοιτος του Ομήρειου Παρθεναγωγείου της Σμύρνης, δυο νεαρά άτομα που συναντιούνται τυχαία σ’ έναν δρόμο της πόλης, στα τέλη του 1919. Μεταξύ τους αναπτύσσεται σφοδρός έρωτας, που ανακόπτεται από την αναχώρηση του Αστέριου για το μέτωπο. Όμως οι δυο νέοι ελπίζουν πως θα ξαναβρεθούν. Αλλά η ζωή κρύβει εκπλήξεις. Ο Αστέριος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Για πέντε σχεδόν χρόνια θεωρείται αγνοούμενος.
Όσο κυλά ο καιρός χωρίς η Ισμήνη να μπορεί να μάθει αν ο Αστέριος είναι ζωντανός ή νεκρός, λιώνει ολόκληρη. Παράλληλα πιέζεται απ’ τους γονείς της για γάμο και τελικά αρραβωνιάζεται.
Η τύχη όμως παίζει συχνά παιχνίδια. Ο Αστέριος επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια απουσίας. Ξαναβρίσκονται. Η Ισμήνη του φανερώνει πως είναι αρραβωνιασμένη. Η καρδιά του Αστέριου λυγίζει. Νιώθει προδομένος.
Τι θ’ απογίνουν τελικά οι δυο τους; Ποιος ξέρει! Μήπως τελικά είναι ο έρωτας που τους προτρέπει στη λύση εκείνη που θα τους ελευθερώσει από τα δεινά τους;
Το Αλάθητο Ένστικτο είναι ένα μυθιστόρημα κεντημένο ολόκληρο από πλημμυρίδα λέξεων, εικόνων, περιγραφών, ανατροπών, που στην ουσία μάς δίνει μια κλασική αληθινή τραγωδία. Όλα διαδραματίζονται ανάμεσα στη φωτιά του πολέμου και στο φεγγαρόφωτο του έρωτα. Ο επίλογος είναι τρομερά δυνατός, με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Η συγγραφέας γίνεται η φωνή του αποσιωπημένου τραύματος.
Η τελευταία τους ματιά έσμιξε τη στιγμή εκείνη που η Ισμήνη άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκε στον κήπο κλειδώνοντας με αργή κίνηση την πόρτα. Ο ήχος του κλειδώματος ήταν η φωνή του αποχωρισμού, καθώς ο Αστέριος άρχισε να παίρνει τον δρόμο που ήξερε πως οδηγούσε στο πουθενά. Ένιωσε σαν ένα τίποτα. Ταράχτηκε. Σταμάτησε το βήμα του. Αισθάνθηκε την ανάγκη να περπατήσει. Άρχισε να περπατάει με βήμα αργό κατά μήκος της παραλίας. Κάπου σταμάτησε απότομα. Έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του και βυθίστηκε στις σκέψεις του αναζητώντας λύσεις, συλλογιζόμενος τι μπορεί να συμβεί εκεί που πηγαίνει και, αντίστοιχα, τι μπορεί να συμβεί σ’ αυτά που αφήνει πίσω. Δεν μπόρεσε να βρει λύσεις και, αποσταμένος, βουτηγμένος ψυχικά και σωματικά στο απώτατο άκρο της απελπισίας, πήρε σκυφτός τον δρόμο για το στρατόπεδο.