Μια μέρα που φυσούσε πολύ, όταν τα ίχνη των δύο ερωτευμένων είχαν χαθεί, μια γυναίκα που υπέφερε κι αυτή από αγάπη βρήκε τυχαία την πέτρα της Τζούλια. Επάνω ήταν χαραγμένο: «Αγάπα με».
Η γυναίκα είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από τις λέξεις, σαν να τις διάβαζε για πρώτη φορά. Ίσως να τις ξεστόμισε ο Θεός τη στιγμή που βάφτιζε το αρχιπέλαγος, σκέφτηκε και αποφάσισε να την πάρει μαζί της στο σπίτι.
Ακούμπησε την πέτρα στο μέρος της καρδιάς, την έσφιξε με τα δυο της χέρια και παρακάλεσε να επιστρέψει ο αγαπημένος της.
Το πρωί ξύπνησε κλαίγοντας από χαρά. Ο σύντροφός της είχε επιστρέψει και τώρα την αγκάλιαζε.
Αυτή είναι η ιστορία της Τζούλια, όπως μου την αφηγήθηκαν.
Έφτασε το φθινόπωρο και γράφει πάνω σε πέτρες λόγια αγάπης για τον άντρα που ποθεί, στο μικρό τροπικό νησί ενός αρχιπελάγους στην άκρη του κόσμου. Κι εκείνος την αγάπησε παράφορα, έστω και για μια στιγμή, πριν από πολλά χρόνια.
Στο αρχιπέλαγος όλοι γνωρίζουν την Τζούλια. Την αποκαλούν Η ξένη που γράφει πάνω στις πέτρες. Εδώ μιλάνε αναρίθμητες διαλέκτους· η Τζούλια όμως πρέπει να χρησιμοποιεί τη μητρική της γλώσσα, αν θέλει να φτάσει το μήνυμα σε εκείνον. Προσπάθησε με μεγάλο κόπο να φανερώσει μέσα από τα λόγια της τη γυναικεία ύπαρξή της και την αγάπη της γι’ αυτόν.
Σκέφτεται ότι, αργά ή γρήγορα, τα μηνύματα θα φτάσουν σε εκείνον και θα αγγίξουν την ψυχή του. Δε θα χρειάζεται να γράφει πια πάνω στις πέτρες… όταν θα την αγκαλιάζει.
Ακόμα όμως δεν έχει λάβει καμιά απόκριση κι έτσι συνεχίζει να γράφει. Έχει γεράσει περιμένοντας την απάντησή του, μα η αγάπη της για εκείνον παραμένει αναλλοίωτη.