Σε ένα χωριό στην άκρη της ερήμου, η Νουρ περιμένει την
τιμωρία της: ένοχη μοιχείας και καταδικασμένη από ένα φετφά, πρέπει να
λιθοβοληθεί. Στην πλατεία, οι πέτρες είναι ήδη έτοιμες. Η Νουρ δε φαντάζεται ότι
μπορεί να αποφύγει την απονομή δικαιοσύνης και τις προγονικές παραδόσεις· πρέπει
να πληρώσει για το λάθος της. Αλλά λογαριάζει χωρίς την παρέμβαση της ξένης,
μιας Γαλλίδας στην υπηρεσία ανθρωπιστικής οργάνωσης, η οποία, προκειμένου να τη
σώσει, θα επιστρατεύσει όλη της την ενέργεια και τη θέληση…
Με λόγο ζωντανό, γεμάτο δύναμη, η συγγραφέας φιλοτεχνεί πορτρέτα γυναικών με
μοίρα τραγική, που ταλαντεύονται ανάμεσα στο σεβασμό για την παράδοση, τον πόθο
για την ελευθερία και το δικαίωμα στον
έρωτα και την απόλαυση…
«Η Νουρ νιώθει στεγνή όσο και τα μαραμένα φύλλα που κολλάνε στις πατούσες της,
όσο και το στερεμένο πηγάδι της. Τρώει όσο λιγότερο γίνεται, δεν ανάβει πια
φωτιά για να διώξει το κρύο που συσσωρεύεται κάτω από το δέρμα της, φροντίζει να
μην αλλάξει τίποτα γύρω της, να μην κάνει την καρέκλα να τρίξει όταν τη
μετακινεί και να χαράξει στο μυαλό της τη θέση του μικρού χαλιού προσευχής, για
να αισθάνεται συντροφευμένη ενόσω θα οδηγείται στην πλατεία, την ώρα που ο
ήλιος, καταβροχθισμένος από το βουνό, γίνεται μικρός σαν καρύδι. Θα έρθουν
συνοδευμένοι από παιδιά και ψωριάρικα σκυλιά, που θα ριχτούν στην κατσίκα της,
χρήσιμη για το προβλεπόμενο παραδοσιακό γεύμα. Θα φάνε αφού θα έχουν ρίξει τις
εφτά πρώτες πέτρες, τις λεγόμενες σωτήριες. Εφτά, επαναλαμβάνει με τη βοήθεια
των δαχτύλων της. Εφτά, όσες οι μέρες της βδομάδας, όσες οι πέτρες που
συγκρατούν τη στέγη της αποθήκης. Εφτά πέτρες για να ανοίξουν το κεφάλι της σαν
ρόδι γινωμένο στον ήλιο του καλοκαιριού».