Η ζωή της Έμιλι Ρομάνη γίνεται συντρίμμια εξαιτίας της δολοφονικής μανίας ενός άντρα που η αστυνομία αποκαλεί Κυνηγό.
Ο έγκριτος εγκληματολόγος Μάνος Κορυζής, στην προσπάθειά του να τον παγιδεύσει, κάνει ένα κρίσιμο λάθος και αργότερα οδηγείται άδικα στη φυλακή.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο Κυνηγός επιστρέφει αποφασισμένος να ολοκληρώσει το παρανοϊκό του έργο.
Η Έμιλι και ο Μάνος συμμαχούν εναντίον του, με τις διαφορές τους να μοιάζουν αγεφύρωτες.
Εκείνη, επιτυχημένη δημοσιογράφος πλέον, δεν τον έχει συγχωρήσει για το λάθος του.
Εκείνος, αληθινό θηρίο πια, κουβαλάει μια ψυχή γεμάτη σκοτάδια.
Οι δυο άσπονδοι σύμμαχοι εμπλέκονται σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό από την Αθήνα ως τις σαβάνες της βόρειας Αυστραλίας, αντιμετωπίζοντας θανάσιμους κινδύνους που μετατρέπουν το σκοτάδι γύρω τους σε έρεβος.
Η αγάπη που αρχίζει να γεννιέται δείχνει αποκαρδιωτικά εύθραυστη.
Ο δρόμος μέχρι το χάραμα φαντάζει μακρύς.
Και είναι πολλοί οι κίνδυνοι που παραμονεύουν στις σκιές πριν χαθεί η νύχτα.
«Κάποτε είχα κι εγώ ένα τέτοιο σκαρί», της είπε κοιτάζοντας ένα πολυτελές κότερο αγκυροβολημένο λίγο πιο μακριά από την ακτή, «την εποχή που ήμουν ένας ξεκάθαρα ανέμελος και καλός, κατά γενική ομολογία, άνθρωπος.
Το είχα ονομάσει Νύχτα, και ήταν ο αχώριστος σύντροφός μου τις σπάνιες στιγμές της ξεκούρασης. Εγώ και η Νύχτα γινόμασταν ένα με το πέλαγος όποτε έβρισκα την ευκαιρία. Εγώ και εκείνη. Εγώ και η θάλασσα. Εγώ, μερικές μπίρες,
ένα καλάμι και τ’ αστέρια. Κάποτε. Σε μια μακρινή εποχή, που ξόδευα αφειδώς χρήμα και ήμουν για όλους περιζήτητη παρέα. Τότε που οι γονείς μου
ήταν περήφανοι για μένα και το κορίτσι μου ονειρευόταν να ξυπνά μαζί μου κάθε πρωί. Τότε που τα καθάρματα αυτού του κόσμου τρομοκρατούνταν στη σκέψη πως ήμουν στο κατόπι τους και η καλοσύνη ήταν ακόμα μια λέξη με ενεργή σημασία στο λεξιλόγιό μου».