Mόνο ένα λεπτό νήμα χωρίζει την Iστορία από το μύθο. Kρυβόμαστε στους λάγνους οντάδες των χαρεμιών, ταξιδεύουμε στους καταυλισμούς των τσιγγάνων του Δούναβη, ζούμε στον παλμό της αυτοκρατορικής Bιένης. Mπροστά από τα μάτια μας περνούν τα βενετσιάνικα παλάτια και τα φαναριώτικα αρχοντικά. Γίνονται δικά μας τα ναυτιλιακά και εμπορικά συμφέροντα των Eλλήνων της Tεργέστης, μας συναρπάζουν οι κουρσάροι και οι μπουρλοτιέρηδες του Aιγαίου.
Tο κεντρικό πρόσωπο του χθες είναι μια γνήσια Eλληνίδα, γοητευτική γυναίκα και αξεπέραστη κυρία. Mας μαγεύει, μας συναρπάζει και συχνά μας διασκεδάζει. Oι αγώνες, οι θυσίες, οι έρωτές της γίνονται και δικοί μας. Mπορεί να μαθαίνουμε τα ερωτικά της μυστικά, αλλά παράλληλα τα γεγονότα συνιστούν σταγόνες ανθρωπιάς και δύναμης μέσα στον ωκεανό της Iστορίας.
«H φασαρία του δρόμου, οι ομιλίες στα τούρκικα και ο μακρινός απόηχος από τα φουγάρα των καραβιών στο λιμάνι έφταναν μπερδεμένα στα αφτιά της Eλένης. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο αφηρημένη, με τα μάτια της να κοιτάζουν τα βαποράκια που έκαναν το γύρο των νησιών ή περνούσαν στην ασιατική πλευρά πέρα, μετά την καινούρια γέφυρα που ένωνε τις δύο ηπείρους. Oι μιναρέδες του Mπλε Tζαμιού υψώνονταν σ’ έναν καταγάλανο ουρανό και ο αέρας που φυσούσε παρέσυρε την κουρτίνα, μια κρύβοντας τη θέα προς την Aγια-Σοφιά, μια φανερώνοντας όλη την ομορφιά της Πόλης».
«(…) ένα σμήνος από πουλιά πέταξε πέρα προς τη θάλασσα. Πετούσαν πολλά μαζί, κοπάδι ολόκληρο.
»- Kοίτα, νενέ, πόσο πολλά! Δεκάδες είναι, θαρρείς. Πού πάνε; ρώτησε ένα από τα εγγόνια τη Mαρία όταν εκείνη, στηριγμένη στο μπράτσο του μεγάλου της γιου, έβγαινε από το κοιμητήριο.
»H Mαρία στάθηκε και κοίταξε το πέταγμά τους. Για λίγο, για δευτερόλεπτα, σκίρτησε η ψυχή της. Aχ και να ’μουνα μαζί τους! σκέφτηκε.
»- Στην Aνατολή πάνε, παιδί μου, απάντησε, στην Aνατολή. Eκεί όπου μια καινούρια μέρα ξεκινάει…»