Ένα ιδιόρρυθμο πεζό, μ’ ένα πείραμα γραφής «άνευ όρων και ορίων», μιας και η συγγραφέας ακολουθεί τη δική της αιρετική νόρμα γραφής. Διαβάζεται πολλαπλώς. Είτε ως γοτθικό μυθιστόρημα είτε ως χρονικό αφήγημα με ποιητική αδρότητα.
Ο χρόνος μια στιγμή, ένα μικρό χρονικό διάστημα μέσα στο 1814, όταν η μικρή πόλη της Ηπείρου Φιλάτ (σήμερα Φιλιάτες), μια πολυφωνία θρησκειών και γλωσσών από Έλληνες, Αρβανίτες χριστιανούς και μουσουλμάνους καθώς και Εβραίους, δέχτηκε την τρομερή πνοή του θανάτου, την πανούκλα. Σύμφωνα με τον François Pouqueville, η πανούκλα «θέρισε» 2.500 ψυχές.
Η συγγραφέας θα μπορούσε να πει την ιστορία της με κλασικό και λογικό τρόπο, αλλά όχι: θέλει να μας πάει πιο μακριά, να μας βυθίσει στο χάος μαζί της καθώς και των χαρακτήρων των ηρώων της. Αυτή η συχνά ελλειπτική, μερικές φορές σκοτεινή ιστορία κάνει τον αναγνώστη να χάνεται, να μοιράζεται το φόβο αυτών των ανθρώπων μπροστά σε αυτό που τους «πέφτει». Όλα είναι φρίκη ή θαύμα. Ή και τα δύο μαζί. Παραληρηματικές δεισιδαιμονίες μαζί με τη συγκλονιστική παρουσία στοιχείων και στοιχειών της φύσης: ο ουρανός, τα αστέρια, ο ήλιος, το φεγγάρι, όλα είναι ζωντανά όντα. Τις παραισθησιογραφημένες σελίδες διατρέχουν εικόνες Αποκάλυψης. Οι ήρωες συνθέτουν ο καθένας τους ένα λαθρόβιο πάθος που τους προστάτεψε απ’ την αρρώστια και επέζησαν.
Αυτό το μυθιστόρημα, με τον κοσμικό λυρισμό, ξεπερνά τα στενά όρια μιας περιοχής ή μιας χώρας. Ιδιαίτερα ευαίσθητο, διαβάζοντάς το στην παγκόσμια διάστασή του. Έτσι ώστε το θέατρο της ιστορίας του να μετατρέπεται σε ένα υπαρξιακό πεδίο αγωνίας του ανθρώπου μπροστά στο τρίπτυχο έρωτας – θάνατος – Θεός.
Νύχτωνε για τους χριστιανούς. Μεσάνυχτα για τα τούρκικα ρολόγια. Χτυπούσαν το δεύτερο τέταρτο της δωδεκάτης νυκτερινής. Μια μέρα από την ιστορία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει. Το σωτήριον έτος 1814. Έτος Εγίρας 1229. Στο Φιλάτ. Πόλη μυστήριο στο χωροχρόνο της Χερσαίας Δυτικής Αρβανιτίας. Τα πανουκλιασμένα ρούχα παίχτηκαν στα ζάρια απ’ τους ληστές και μοιράστηκαν στην πόλη κι έρχονταν απ’ τον ένα στον άλλο, κι η αρρώστια απ’ τον ένα στον άλλο, ώσπου κι ο θάνατος απ’ τον ένα στον άλλο. Κι όσοι πέθαιναν πέθαιναν σιωπηλά, λες κι η πόλη αφιερωμένη στη σιωπή, λες κι όλοι τους μυστικοί της Αδελφότητας της Σιωπής.