Ποια είναι η σχέση της νεαρής Ελληνοαυστραλέζας με τον Νίκο, το φοιτητή από τη
Ρώμη; Την Ελπίδα, τη μητέρα ενός μικρού αγοριού, τι θα τη δέσει με τον Στέφανο,
το γείτονα του διπλανού αγροκτήματος;
Τι φοβούνται; Ποια περασμένα φαντάσματα τους κυνηγούν; Πόσους διέλυσε ο Λάμπης
στο παρελθόν, τρέχοντας πάνω στ’ άλογό του; Ένα πέπλο μυστηρίου, σαν ομίχλη,
σκεπάζει τον κάμπο και την Ελένη… Γιατί;
Έρωτας, λάμψη και περιπέτεια σήμερα, άγρια πάθη χτες για τους μεγαλοτσιφλικάδες
του κάμπου. Ποια κρίματα τους καταδυναστεύουν; Ιστορικές στιγμές, συγκίνηση,
μυστήριο και έρωτας δυνατός, που διαφεντεύει, μα και δικαιώνει.
Ο κάμπος, όμως, και η γη έχουν ανάσα, έχουν ψυχή ― κρύβουν και συγχωρούν…
Προχωρούσε με το άλογο και αισθανόταν το κορμί της να πάλλεται. Το φεγγάρι
τούς συντρόφευε σ’ αυτή τη νυχτερινή διαδρομή.
– Είσαι μαζί μου; τη ρώτησε. Δίπλα μου; Στα λάθη και τις επιτυχίες;
– Δε μου ζητάς και λίγα, φώναξε η Μυρτώ, με τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια
της. Ήταν γεννημένος αρχηγός ο Νίκος και εκείνη έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα,
αρκεί να την αγαπούσε!
…Πού ήσαστε το πρωί μεταξύ δέκα με μία; Βρήκαν κάτω στην Ποταμιά τον Εξάρχου
νεκρό…
– Κατάλαβα! έκανε ειρωνικά ο Λάμπης, θέλεις τον έρωτα με «περιτύλιγμα», θέλεις
να σε παρακαλέσουν… Χάσιμο χρόνου! Κρίμα, νόμιζα πως ήσουν πιο ειλικρινής και
ντόμπρα! Θα δείξει λοιπόν ποιος θα παρακαλέσει ποιον…
– Εσύ χρειάζεσαι γυναίκα δίπλα σου που να δίνει… Κι εγώ δεν έχω πια… Μου σώθηκε…
Δεν έσπασε η φωνή της, δεν ταράχτηκε σαν αντίκρισε τα μάτια του βουρκωμένα.
Ήρθαν αργά τα δάκρυά του, αφού τα δικά της είχαν πια σωθεί…
Ψηλά, μέσα στ’ αστέρια, ένα τρεμόπαιξε και έλαμψε. Ο αέρας που κατέβαινε από την
πλαγιά δρόσισε τη γη, πήρε τα λόγια που αντιλάλησαν και τα ταξίδεψε…